παραινετικά

παραινετικά
παραινετικός
hortatory
neut nom/voc/acc pl
παραινετικά̱ , παραινετικός
hortatory
fem nom/voc/acc dual
παραινετικά̱ , παραινετικός
hortatory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραινετικάς — παραινετικά̱ς , παραινετικός hortatory fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ενέπω — ἐνέπω και ἐννέπω (Α) 1. διηγούμαι, αφηγούμαι («ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον», Ομ. Οδ.) 2. μιλώ, συζητώ 3. υποδηλώνω («κτενῶν νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε», Αισχίν.) 4. μιλώ παραινετικά 5. καλώ, ονομάζω 6. αποτείνω τον λόγο …   Dictionary of Greek

  • παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια …   Dictionary of Greek

  • παρεννέπω — Α 1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω, παρηγορώ 2. προτρέπω, παρακινώ, συμβουλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐννέπω / ἐνέπω «συζητώ, μιλώ παραινετικά»] …   Dictionary of Greek

  • συμβουλευτικός — ή, ό / συμβουλευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.) 2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • Αμμωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ασκητής (4ος αι. μ.Χ.). Μαθητής του Μέγα Αντωνίου και διάδοχός του στη διεύθυνση της μοναστικής κοινότητας Ρισπίρ. Ο Μέγας Αθανάσιος τον χειροτόνησε επίσκοπο κάποιας αιγυπτιακής πόλης το 362 μ.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξανδρος. Καταγόταν από τη Μακεδονία. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ήταν από τους πρώτους που επαναστάτησαν στη Χαλκιδική. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό του Εμμ. Παππά. 2. Γεώργιος. Δάσκαλος, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”